βωμολοχώ

βωμολοχώ
(-έω) (Α βωμολοχῶ) [βωμολόχος]
λέω αισχρά αστεία
νεοελλ.
χρησιμοποιώ αισχρολογίες χωρίς ντροπή
αρχ.
ζητιανεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βωμολοχώ — αισχρολογώ: Τον άκουσα να βωμολοχεί σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του πρωθυπουργού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βωμολόχῳ — βωμόλοχος one that waited about the altars masc/fem/neut dat sg βωμολόχος masc/fem/neut dat sg βωμολόχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμολόχωι — βωμολόχῳ , βωμόλοχος one that waited about the altars masc/fem/neut dat sg βωμολόχῳ , βωμολόχος masc/fem/neut dat sg βωμολόχῳ , βωμολόχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχρολογώ — ( έω) (Α αἰσχρολογῶ) λέω αισχρά λόγια, βωμολοχώ, χυδαιολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρολόγημα] …   Dictionary of Greek

  • προσβ(ωμ)ολοχεί — Α [βωμολοχῶ] (κατά τον Ησύχ.) «πρὸς χάριν λέγει» …   Dictionary of Greek

  • σκατολογώ — έω, Ν [σκατολόγος] χρησιμοποιώ στον λόγο μου ή στα γραπτά μου χυδαίες λέξεις και εκφράσεις, βωμολοχώ, χυδαιολογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”